- επανύω
- ἐπανύω (Α)1. φέρω σε πέρας, τελειώνω, εκτελώ, κατορθώνω («οὐδὲ ποτέ σφιν νίκη ἐπηνύσθη, ἀλλ' ἄκριτον εἶχον ἄεθλον», Ησίοδ.)2. μέσ. ἐπανύομαιπαρέχω, προσφέρω («ἱερῶν οἵαν οἵων ἐπί μοι μελέω χάριν ἠνύσω», αντί «ἐπηνύσω μοι», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανύω «φέρω σε πέρας»].
Dictionary of Greek. 2013.